- ποδοῖν
- πούςfootmasc gen/dat dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Родительный падеж — (грамм.) в индоевропейских языках образуется несколькими суффиксами. I. Суффиксы os es s (три разновидности одного и того же суффикса, с различными ступенями вокализации) образует Р. падеж единственного числа от основ на согласный звук и на все… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Творительный падеж — (грамм.; латинское название instrumentalis) сохранился в санскритском, зендском, древнеперсидском, литовском, латышском и славянском, а в остатках в латинском, греческом и германском. Он образуется различными суффиксами, разнообразие которых до… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Существительное в праиндоевропейском языке — Существительное часть речи праиндоевропейского языка. Существительное в праиндоевропейском языке обладало категориями рода, числа и падежа[1][2]. Так же, как и глаголы, существительные могли быть тематические (у которых между основой и… … Википедия
επικτυπώ — ἐπικτυπῶ, έω (AM) προκαλώ θόρυβο χτυπώντας επάνω σε κάτι (α. «τοῑν ποδοῑν ἐπικτυπῶν βάδιζε», Αριστοφ. β. σάκεα ξιφέεσσιν ἐπέκτυπον, Απολλ. Ρόδ.) μσν. καταφέρω χτυπήματα αρχ. αντηχώ («πᾱς δ’ ἐπεκτύπησ’ Ὄλυμπος») … Dictionary of Greek
ισάνεμος — ἰσάνεμος, ον (Α) ταχύς σαν τον άνεμο («τὸν ἰσάνεμόν τε ποδοῑν Ἀχιλῆα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. αλεξ άνεμος, παυσ άνεμος] … Dictionary of Greek
μεθυποδούμαι — μεθυποδοῡμαι, έομαι (Α) φορώ παπούτσια άλλου, αλλάζω τα παπούτσια μου με τα παπούτσια άλλου («μεθυπεδησάμην μιμουμένη σε καὶ κτυποῡσα τοῑν ποδοῑν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὑποδοῦμαι] … Dictionary of Greek
παρενσαλεύω — Α [ενσαλεύω] 1. κινούμαι εδώ κι εκεί 2. φρ. α) «μιμούμενος καὶ τοῑν ποδοῑν ὡδι παρενσαλεύων» τινάζω ψηλά τα πόδια και χορεύω β) «πρὸς αὐλὸν παρενσαλεύειν» χορεύω κατά την μελωδία τού αυλού … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… … Dictionary of Greek